- κέφια
- spirits
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» … Dictionary of Greek
Δάνης, Γιώργος — (Σμύρνη 1920 – 1995). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του θεατρικού ηθοποιού Δανιήλ Γαβριηλίδη. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε το 1949, στην επιθεώρηση Άνθρωποι του ’49· το 1951 εμφανίστηκε στην πρόζα… … Dictionary of Greek
Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… … Dictionary of Greek